bénévolat - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

bénévolat - translation to ρωσικά


bénévolat         
{m} работа на общественных началах
bénévolat         
{m}
работа на общественных началах; добровольная ( неоплачиваемая ) служба

Βικιπαίδεια

Bénévolat
Le bénévolat est une activité non rétribuée et librement choisie qui s'exerce en général au sein d'une institution sans but lucratif (ISBL) : association, ONG, syndicat ou structure publique. Celui ou celle qui s'adonne au bénévolat est appelé « bénévole ».
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για bénévolat
1. Bénévolat et voyages agrémentent désormais son temps libre.
2. Bénévolat et solidarité font bon ménage pour offrir produits frais et du terroir aux villageois.
3. Périscope ECONOMIE Le Temps I Economie I Article Le bénévolat, ç‘a eu payé Rep';re.
4. Dans le męme contexte, le prix «Bénévolat – Commune» sera lancé début janvier 2007.
5. Sinon, adieu le bénévolat, les subsides, toute la tartine étalée dessus.